- ορθοπτικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τη διόρθωση τών ελαττωμάτων τής διοφθάλμιας όρασης, όπως είναι ο στραβισμός, η ετεροφορία, η ανεπάρκεια σύγκλισης2. φρ. α) «ορθοπτικές ασκήσεις» — θεραπεία για την ορθή επικέντρωση τών οφθαλμικών αξόνωνβ) «ορθοπτική καμπύλη»μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων κατά τα οποία δύο εφαπτόμενες δεδομένης καμπύλης τέμνονται κατά ορθή γωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthoptic < ορθ(ο)-* + οπτικός].
Dictionary of Greek. 2013.